- ἀναπληρώσεως
- ἀναπληρώσεω̆ς , ἀναπλήρωσιςfilling upfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
αναπληρώσιμος — η, ο αυτός, για τον οποίο υπάρχει δυνατότητα αναπληρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλήρωσις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek